- μουσειακός
- η , ό[ν] музейный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μουσειακός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε μουσείο ή έχει κάποιο από τα χαρακτηριστικά του 2. απαρχαιωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μουσείο. Η λ. μαρτυρείται από το 1865 στον Σ. Α. Κουμανούδη] … Dictionary of Greek